μυρμηκίασις

μυρμηκίασις
μυρμηκ-ίᾱσις, ,
A irritation of the skin, Archig. ap. Philum.Ven.14.2; also, = νάρκη, Hsch. s. h. v.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μυρμηκίασις — irritation of the skin fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυρμηκίαση — η (ΑΜ μυρμηκίασις) [μυρμηκιώ] νεοελλ. ιατρ. α) αίσθημα ελαφρών νυγμών εμφανιζόμενο σε μια περιοχή τού σώματος αυτομάτως ή λόγω συμπιέσεως αγγείων ή νεύρων ή και κατά τη διαδρομή ορισμένων νόσων β) αιμωδία, κοινώς μούδιασμα, μυρμήγκιασμα (μσν. αρχ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”